- απεναρίζω
- ἀπεναρίζω (Α) [εναρίζω]αφαιρώ τα όπλα από τον σκοτωμένο αντίπαλο, σκυλεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπηναρίσθη — ἀπεναρίζω strip of arms aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)